θεολογία

θεολογία
θεολογία η
богословие, теология – учение о Боге и Церкви:

σπουδάζω θεολογία — изучать богословие;

ΦΡ.
μυσταγωγική θεολογία — мистическое богословие, см. μυσταγωγικός
δογματική θεολογία — догматическое богословие, см. Δογματική
συστηματική θεολογία — системное богословие – богословская наука, основывающаяся на системном анализе христианской веры и состоящая из догматики, истории догматики, сравнительного богословия, апологетики
νηπτική θεολογία см. νηπτικός

Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко). 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "θεολογία" в других словарях:

  • θεολογία — θεολογίᾱ , θεολογία science of things divine fem nom/voc/acc dual θεολογίᾱ , θεολογία science of things divine fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεολογίᾳ — θεολογίᾱͅ , θεολογία science of things divine fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεολογία — Η επιστήμη της χριστιανικής θρησκείας που επιζητεί να διασαφηνίσει θεωρητικά το δογματικό περιεχόμενο του χριστιανισμού και να κατοχυρώσει την ιστορική του αξία. H θ. πρέπει να διαχωρίζεται από την επιστήμη της θρησκειολογίας, η οποία έχει… …   Dictionary of Greek

  • θεολόγια — Η επιστήμη της χριστιανικής θρησκείας που επιζητεί να διασαφηνίσει θεωρητικά το δογματικό περιεχόμενο του χριστιανισμού και να κατοχυρώσει την ιστορική του αξία. H θ. πρέπει να διαχωρίζεται από την επιστήμη της θρησκειολογίας, η οποία έχει… …   Dictionary of Greek

  • θεολογία — η το σύστημα διδασκαλίας ή η επιστήμη για το Θεό και ειδικότερα για τη χριστιανική θρησκεία: Ασχολούμαι με τη χριστιανική θεολογία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ακροαματική θεολογία — (acroamatica theologia). Ονομασία, στη μεσαιωνική Ευρώπη, της καθέδρας επιστημονικής θεολογίας, αντίθετα προς τη λαϊκή θεολογία (theologia popularia) που περιοριζόταν στις στοιχειώδεις θρησκευτικές γνώσεις …   Dictionary of Greek

  • θεολογίας — θεολογίᾱς , θεολογία science of things divine fem acc pl θεολογίᾱς , θεολογία science of things divine fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Богословие — (Θεολογία, theologia) по этимологическому значению есть учение о Боге и по теперешнему словоупотреблению обозначает собою весь состав наук, имеющих предметом своим христианскую религию. Слово это не всегда было в употреблении и, вошедши в… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • θεολογίαι — θεολογίᾱͅ , θεολογία science of things divine fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεολογίαν — θεολογίᾱν , θεολογία science of things divine fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεολογιῶν — θεολογία science of things divine fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»